Βυζαντινή Πιερία


Βυζαντινά και μεσαιωνικά χρόνια 

 

Στα βυζαντινά και μεσαιωνικά χρόνια η Πιερία δεινοπάθησε από πολλούς λαούς που θέλησαν να την κατακτήσουν. Οι Σλάβοι, οι Ούννοι, οι Νορμανδοί και οι Άβαροι είναι μόνο μερικοί που πέρασαν από εκεί. Κατά τη Φραγκοκρατία, η Πιερία ανήκε στο φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Το 14ο αιώνα γνώρισε τη βαρβαρότητα των Καταλανών. Οι Ενετοί δεν κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν, άφησαν όμως τα σημάδια τους στο νομό, όπως το Κάστρο του Πλαταμώνα. Το 1389 η Πιερία καταλήφθηκε από τους Τούρκους.

Η Πιερία ακολούθησε την τύχη του Ανατολικού Κράτους του Βυζαντίου και γνώρισε επιδρομές από λαούς. Αρχικά οι Βησιγότθοι και οιΟστρογότθοι πολιόρκησαν την περιοχή και το 473 παραχωρήθηκε, όπως και η Μακεδονία στους Οστρογότθους, από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄. Για τον επόμενο αιώνα, οι Ούννοι θα αποτελέσουν τη μάστιγα της περιοχής και θα ακολουθήσουν οι Άβαροι και οι Σλάβοι, οι οποίοι θα εγκατασταθούν προσωρινά στην περιοχή (κάτι που φαίνεται στα διάφορα σλαβικά τοπωνύμια). Κατά τις επιδρομές καταστράφηκε η Ηράκλεια ή Ηράκλειο, ο σημερινός Πλαταμώνας και για 4 αιώνες έμεινε ακατοίκητη.
Το 10ο αιώνα η Πιερία υπήχθη διοικητικά στο Θέμα Θεσσαλονίκης. Κάθε θέμα διαιρούνταν σε κατεπανίκια (π.χ. Κίτρος) και διοικητής των τελευταίων ήταν ο Κατεπάνω. Μικρότερες επαρχίες ήταν οι επισκέψεις (π.χ. Πλαταμώνας). Εκκλησιαστικά η Πιερία ανήκε στηΜητρόπολη Θεσσαλονίκης και η Επισκοπή Κίτρους κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα σε 11 Επισκοπές της εποχής. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Επισκοπή του Κίτρους είχε το αποκλειστικό προνόμιο να αντικαταστήσει τον προκαθήμενο της Θεσσαλονίκης.
Το 989 η Πιερία υποτάσσεται στους Βούλγαρους, όπως και όλη η Μακεδονία. Ακολούθησαν οι επιδρομές των Σέρβων, των Πατσινάκων , των Νορμανδών και των Ενετών. Με την είσοδο των Φράγκων στην Ελλάδα, η Πιερία παραχωρείται (ως τμήμα του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης) στο Βονιφάτιο το Μομφερατικό, ο οποίος έφυγε προς τη Νότια Ελλάδα, το 1204. Τα κάστρα του Κίτρους και του Πλαταμώνα παραχωρήθηκαν σε ανθρώπους του .Το κάστρο του Κίτρους πήρε ο Βίριχ φον Ντάουν και ο Ρολάντο Πίκε πήρε τον Πλαταμώνα. Τα δύο κάστρα επισκευάστηκαν πρόχειρα και ο Πλαταμώνας χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή ανεπιθυμήτων Φράγκων, οι οποίοι είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στη μάχη της Πελαγονίας (1259).

Το 311 μ. Χ. αρχίζουν οι διαμάχες και οι πόλεμοι μεταξύ των τεσσάρων αυτοκρατόρων της Ρώμης. Οι τελευταίες φάσεις των εμφυλίων αυτών πολέμων εξελίσσονται στα μέρη της Μακεδονίας και της Θράκης, οπότε και η Μασκεδονία περνάει στα χέρια του Μ. Κωνσταντίνου. Ο στρατός ξεχύνεται στην Πιερία και κυριεύει τα κάστρα της. Στο αρχαίο κάστρο του Κίτρους κυματίζουν τα χριστιανικά λάβαρα του αργότερα ισαπόστολου ανακηρυχθέντα βασιλιά. Η Θεσσαλονίκη είναι στα χέρια του και σ’ αυτή στέλνει το 324 να κρατηθεί ο αιχμάλωτός του πια και τελευταίος των αντιπάλων του Λικίνιος, όπου και δολοφονείται, ύστερα από 5 χρόνια, με εντολή του μονοκράτορα τώρα και αγίου αργότερα Κωνσταντίνου.
Τώρα, ολόκληρο το απέραντο ρωμαϊκό κράτος υπάγεται στον αυτοκράτορα, που το κυβερνάει απ’ τη νέα του πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Την εποχή αυτή, ο Κωνσταντίνος διαίρεσε το κράτος του σε επαρχίες και τη Μακεδονία τη χώρισε σε Πρώτη και Δεύτερη. Η Πρώτη Μακεδονία εκτεινόταν απ’ το Νέστο ως τον Πηνειό και είχε πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή υπαγόταν και το Κίτρος1.
Κι άλλος διοικητικός διαχωρισμός του ρωμαϊκού κράτους επακολούθησε αργότερα. Ο Μ. Θεοδόσιος (379-395) το χώρισε το 395 σε Ανατολικό και Δυτικό. Η Πιερία, όπως κι ολόκληρη η Ελλάδα, υπάχθηκε στο Ανατολικό κράτος κι ακολούθησε πολιτικά τη μοίρα της Κωνσταντινούπολης. Θρησκευτικά, όμως, η περιοχή υπαγόταν στην Εκκλησία της Ρώμης, μέχρι την εποχή του Λέοντα του Γ’ (717-741).
Το 396, το Κίτρος βρίσκεται πάνω στην πορεία των Βησιγότθων του Αλάριχου και υποφέρει τα πάνδεινα. Ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αρκάδιος, για να απαλλαγεί απ’ τους φοβερούς επιδρομείς, που έχουν κατακλύσει τη Θράκη και απειλούν και την Κωνσταντινούπολη, τους πείθει να στραφούν προς δυσμάς και να περάσουν στην Ιταλία. Κι εκείνοι, λεηλατώντας τα παράλια της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, διέσχισαν ολόκληρη την Ελλάδα κι έφτασαν μέχρι την Αθήνα. Στο διάβα τους, φανατικοί Αρειανοί καθώς ήταν, κατέστρεψαν κάθε τι που δεν ήταν σύμφωνο με τις δικές τους πεποιθήσεις2.
Ο Αττίλας εισβάλει στην Ιταλία. Πίνακας του V. Checa, 19ος αιώνας. (φωτο Wikipedia)
Ορμητικοί και αδάμαστοι οι Βησιγότθοι εισβάλλουν στην Ιταλία και το 410 κυριεύουν και λεηλατούν τη Ρώμη. Οι ειδολωλάτρες της Ιταλίας διακηρύττουν ότι οι Ρωμαίοι τιμωρήθηκαν γιατί εγκατέλειψαν τους αρχαίους θεούς και στράφηκαν προς το Χριστιανισμό. Το ίδιο περίπου θα πουν χίλια χρόνια αργότερα και οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης για την πτώση τους στο Μουράτ Β’, καθώς και οι ανθενωτικοί της Κωνσταντινούπολης για την άλωση της Πόλης απ’ το Μουράτ Β’ το 1453. Ότι δηλαδή τιμωρήθηκαν απ’ το Θεό γιατί εγκατέλειψαν την ορθοδοξία και προσπάθησαν να συνδιαλλαγούν με τους αιρετικούς της Δύσης.
Αλλά, σα να μην έφτανε η αρπακτικότητα και η καταστροφική μανία των Γότθων, το Κίτρος σαρώνεται 40 χρόνια αργότερα απ’ τη λαίλαπα των Ούννων. Το 447, οι Ούννοι του Αττίλα εισβάλλουν στο Βυζάντιο και φτάνουν απειλητικοί μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από ανεπιτυχή πολιορκία της Πόλης, στρέφονται προς τη Θράκη και προχωρούν μέχρι τη Θεσσαλία. Στο δρόμο τους λεηλατούν κι αυτοί και ρημάζουν τα πάντα. Το Κίτρος γνωρίζει τη βαρβαρότητα της μάστιγας των Εθνών.
Τριάντα χρόνια μετά τους Ούννους (479-480), νέα βαρβαρικά στίφη, οι Ουστρογότθοι περνούν το Δούναβη, εισβάλλουν στο βυζαντινό κράτος και ξαπλώνονται στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία και «εις όλον το Ιλλυρικόν», όπως λέγει ο Παπαρρηγόπουλος και λεηλατούν κι αυτοί με τη σειρά τους και ερημώνουν τον τόπο. Ο αρχηγός τους Θεοδώριχος αρνείται να εγκαταλείψει τη Μακεδονία και ο τότε αυτοκράτορας Ζήνωνας, για να τον δελεάσει και να τον πείσει, του προσφέρει σε αντάλλαγμα την Πύδνα, τη Μεθώνη, τη Βέροια, την Πέλλα και άλλες πόλεις, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός των Γότθων Jordanes3, ώσπου τελικά τον πείθει να στραφεί κατά της Ιταλίας, κάνοντας δηλαδή ότι έκανε παλιότερα και ο Αρκάδιος στον Αλάριχο.
Στο πέρασμά του προς τα Τέμπη, ο Θεοδώριχος λεηλατεί την Πιερία και ετοιμάζεται να λεηλατήσει και τον Πλαταμώνα (Ηράκλεια). Οι κάτοικοί του, όμως, οχυρώθηκαν και προετοιμάστηκαν να αμυνθούν και να υπερασπιστούν τις οικογένειές τους και τα υπάρχοντά τους απ’ τις ορδές των Οστρογότθων. Έδωσαν δε απόλυτη εξουσία στον τότε επίσκοπό τους  και του εμπιστεύτηκαν να συνδιαλλαγεί με τους εχθρούς. Ο Θεοδώριχος, βλέποντας τις αμυντικές προετοιμασίες και το θάρρος των κατοίκων, προτίμησε να πάρει ορισμένα εφόδια, παρά να διακινδυνεύσει μια δια της βίας λεηλασία4.
Αλλά και οι Σλάβοι νωρίς κινήθηκαν κατά της πεδινής και παραλιακής Μακεδονίας. Ο μονοφυσίτης ιστορικός Ιωάννης της Εφέσου μας λέγει ότι το 584 κυρίεψαν τη χώρα των Θεσσαλονικέων και τη Θράκη και δυο χρόνια αργότερα, το 586, εκπόρθησαν και τη Θεσσαλονίκη. Η Πιερία έπεσε κι αυτή στα χέρια τους5.
Η Πιερία  το 473 παραχωρήθηκε, όπως και η Μακεδονία στους Οστρογότθους, από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄. Για τον επόμενο αιώνα, οι Ούννοι θα αποτελέσουν τη μάστιγα της περιοχής και θα ακολουθήσουν οι Άβαροι και οι Σλάβοι, οι οποίοι θα εγκατασταθούν προσωρινά στην περιοχή (κάτι που φαίνεται στα διάφορα σλαβικά τοπωνύμια). Κατά τις επιδρομές καταστράφηκε η Ηράκλεια ή Ηράκλειο, ο σημερινός Πλαταμώνας και για 4 αιώνες έμεινε ακατοίκητη.
Στην περιοχή της Αρχαίας Πύδνας γύρω στην περίοδο αυτή (6ο με 7ο αιώνα), πιστεύεται πως ιδρύθηκε και η επισκοπή του Κίτρους6. Την ίδια περίπου περίοδο, γεννήθηκε στη Μέκκα και ο Μωάμεθ (570-632), ο ιδρυτής του Ισλάμ, απ’ τους πιστούς του οποίου τόσα πολλά επρόκειτο να υποφέρει αυτός ο τόπος.
Την εποχή της διαμάχης των εικόνων, επί Λέοντα του Γ’, του εικονομάχου (717-741), η Ελλάδα, πιστή στις εικόνες και υποκινούμενη κι απ’ τον πάπα της Ρώμης, Γρηγόριο τον Β’, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν τότε θρησκευτικά, επαναστάτησε κατά του αυτοκράτορα (727). Ετοίμασε μάλιστα και στόλο και με ναύαρχο κάποιον Κοσμά, ο οποίος αναγορεύεται και βασιλιάς, τον έστειλε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, για να υπερασπιστεί τις εικόνες και να τιμωρήσει τον «ασεβή» αυτοκράτορα. Εκεί, όμως, ο μεν στόλος κατακάηκε απ’ το υγρό πυρ των Βυζαντινών (18 Απρ. 727), ο δε Κοσμάς πιάστηκε και θανατώθηκε7.
Ύστερα απ’ τη στάση αυτή της Ελλάδας, ο αυτοκράτορας (Λέοντας Γ’) απέσπασε την Ιλλυρία και όλη την Ελλάδα απ’ τη θρησκευτική δικαιοδοσία της Ρώμης και την προσάρτησε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, όταν αργότερα έγινε το σχίσμα των Εκκλησιών (867), η Ελλάδα και φυσικά και η Πιερία, βρέθηκαν στον ορθόδοξο κόσμο και ακολούθησε τη μοίρα του.
Επί Λέοντος του Στ’ (886-912), όταν έγινε η διατύπωση της τάξης των θρόνων, ο επίσκοπος Κίτρους υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης και ονομάζεται πρωτόθρονος. Είναι ο πρώτος ανάμεσα στους ένδεκα επισκόπους της Μητρόπολης.
Το 904, οι Σαρακηνοί κυριεύουν και λεηλατούν τη Θεσσαλονίκη. Ο Θερμαϊκός γεμίζει από κουρσάρικα καράβια και οι ακτές του πλημμυρίζουν από βάρβαρους επιδρομείς8. Το Κίτρος είναι μέσα στην ακτίνα δράσης τους.
Το 917-986, οι Βούλγαροι με το Σαμουήλ κυριεύουν και λεηλατούν τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Το Κίτρος δοκιμάζει τη βαρβαρότητά τους. Το ίδιο γίνεται και το 1304-1341.
Κατά τον 10ο αιώνα, το Κίτρος ανήκει διοικητικά στο θέμα της Θεσσαλονίκης10. Ο Βασίλειος ο Βος (976-1025), όμως, το απέσπασε απ’ αυτό, δημιουργώντας ξεχωριστό «Καπετανίκιον». Την εποχή του Αλεξίου του Α’ (1081-1118) το «Καπετανίκιον Κίτρον» συμπίπτει με την περιοχή της επισκοπής Κίτρους11. Το «Καπετανίκιον Κίτρον» συνεχίζει να υπάρχει και την εποχή του Αλεξίου του Γ’ (1195-1203), όπως αναφέρεται σε χρυσόβουλο του αυτοκράτορα, που έχει χρονολογία 1198.
Στη βυζαντινή περίοδο, το Κίτρος είναι ένα απ’ τα τέσσερα αστικά κέντρα της Πιερίας και η πρωτεύουσα της περιοχής12. Τα άλλα είναι ο Πλαταμώνας, η Πέτρα και ο Κολινδρός. Την εποχή του Βασιλείου του Βου , το κάστρο του Κίτρους κατέχεται απ’ τα βυζαντινά στρατεύματα, ενώ στο κάστρο Κολινδρού κυριαρχούν για μια περίοδο οι Βούλγαροι. Το 1014, ο αυτοκράτορας αναγκάζει το Βούλγαρο Δημ Τειχωνά να εγκαταλείψει τον Κολινδρό και να του παραδώσει το κάστρο. Έτσι, οι Βυζαντινοί γίνονται κύριοι και του ορεινότερου αυτού οχυρού και εξασφαλίζουν την Πιερία απ’ τους επιδρομείς13.
Ο άραβας περιηγητής Idrisi, που επισκέφτηκε το Κίτρος στα μέσα του 12ου αιώνα, το περιγράφει σαν κέντρο πολυάνθρωπο, με πολλές αγορές και μεγάλη κίνηση.
Οι Φράγκοι Σταυροφόροι, ύστερα απ’ τη διακήρυξη του πάπα Ουρβανού Β’ στην Κλερμών της Γαλλίας το 1095, την έγγραφη και επίσημη άφεση των αμαρτιών, που έδωσε ο ποντίφικας στο συρφερό των δυτικών επιδρομένων και τον ξεσηκωμό τους για την κατάκτηση των Αγίων Τόπων κ.λ.π., στην πορεία τους για την Κωνσταντινούπολη πέρασαν κι απ’ το Κίτρος. Το 1185, οι Νορμανδοί, κυριεύοντας τη Θεσσαλονίκη14, το λεηλάτησαν. Και το 1204 νέες στρατιές Φράγκων Σταυροφόρων το κυρίεψαν και του προξένησαν μεγάλες καταστροφές.
Ο Γοδεφροίγος ο Βελλαρδουίνος το κατέλαβε το 1204 και το παραχώρησε σα φέουδο στο Λομβαρδό Virich von Daum. Τότε ιδρύθηκε στην πόλη καθολική εκκλησία με λατίνο επίσκοπο.
Ύστερα απ’ την άλωση της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Σταυροφόρους (1204), τη φοβερή λεηλασία της και τη διανομή των κατακτηθέντων απ’ αυτούς εδαφών ανάμεσα στους αρχηγούς και στους άρχοντές τους, ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός δημιούργησε δικό του βασίλειο στη Μακεδονία κι ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη και άμεση επιδίωξη του Βονιφάτιου ήταν η εδραίωση του βασιλείου του και η προς νότο επέκταση των  συνόρων της επικράτειάς του. Γι’ αυτό και προσπάθησε να καταλάβει τα γύρω επίκαιρα σημεία. Ένα απ’ αυτά ήταν και το κάστρο του Κίτρους, που, όπως φαίνεται, ήταν σημαντικό και δέσποζε της περιοχής. Και πράγματι, τον επόμενο χρόνο, με τη συνδρομή των Γάλλων, Γερμανών και Ιταλών Ιπποτών, κυρίεψε τα κάστρα του Κίτρους και του Πλαταμώνα και το Σεπρέμβριο του 1205 πέρασε τα Τέμπη και μπήκε στη Θεσσαλία15. Την εκστρατεία προς το νότο του Βονιφάτιου διευκόλυνε πολύ και η συμπαράταξη μαζί του του Μανουήλ Άγγελου, γιου της γυναίκας του Μαργαρίτας από προηγούμενο γάμο της. Οι Μακεδόνες έτρεφαν κάποια εκτίμηση στο Μανουήλ κι είχαν εμπιστοσύνη σ’ αυτόν, γι’ αυτό και προσχώρησαν εύκολα στο στρατόπεδο του Βινιφάτιου.
Οι Φράγκοι, κυριεύοντας το Κίτρος, επισκεύασαν το κάστρο του και ενίσχυσαν τα τείχη και τα αμυντικά έργα, που είχαν χτίσει εκεί οι Βυζαντινοί, οικοδομώντας και μεγάλο πύργο. Την εποχή αυτή, ίσως να καταστράφηκε και ο χριστιανικός ναός της Πύδνας, όπως συμπεραίνουν οι αρχαιολόγοι από ένα φράγκικο νόμισμα που βρέθηκε στα παλιά προσχώματα κατά την ανασκαφή. Δεν είναι δυνατό ακόμα να υποστηριχτεί με βεβαιότητα ότι οι Σταυροφόροι έκαψαν το χριστιανικό ναό, που υπήρχε στο χώρο του κάστρου. Πιθανό να είχε καταστραφεί από προγενέστερες επιθέσεις άλλων επιδρομέων και οι Φράγκοι να τον βρήκαν καμμένο. Υποστηρίζεται όμως με σιγουριά, ότι πάνω στα ερείπια του ναού Σταυροφόροι έχτισαν το μεγάλο ορθογώνιο πύργο τους.
Η αρχική ονομασία της πόλης του Πλαταμώνα στην αρχαιότητα ήταν Ηράκλειο ή Ηράκλεια.  Σε μια από τις αρχαιότερες μαρτυρίες για την Πιερία, από το αρχείο του Προξενείου της Βενετίας στη Θεσσαλονίκη, γίνεται μνεία στο όνομα του Πλαταμώνα ως "εν Πλαταινέα, Μάιος 1193". Στην εν λόγω επιστολή γράφει " Ο Πέτρος Σουριάνο από το Ματσόρμπο και ο Γεράρδος Μαρκεζάνο, διαμένων εν Θεσσαλονίκη πιστοποιούν ότι η σημειωθείσα αργοπορία του διά τον Κίτρον και Βενετίαν κατευθυνόμενου πλοίου προήλθεν από τον φόβον των Πιζάνων πειρατών. Το πιστοποιητικόν συνεπλήρωσε και επεκύρωσεν ο εν Πλαταινέα διάκονος και νοτάριος Μάρκος Γριλιόνι". [1].

   Ιδρύονται λατινικές εκκλησίες στον Πλαταμώνα και στο Κίτρος, με καθολικό επίσκοπο (στο Κίτρος η καθολική επισκοπή θα διαρκέσει μέχρι την κατάληψη της Μακεδονίας από τους Τούρκους, στα τέλη του 14ου αιώνα). Σχετική αναφορά υπάρχει στο Χρονικό του Μορέως. Το 1209 οι νέοι άρχοντες των δύο πόλεων συναντήθηκαν στο Ρεβέ. Το 1220-24 το Κάστρο του Πλαταμώνα κυριεύτηκε από το Θεόδωρο Α΄ Κομνηνό το Δούκα και διαλύθηκε το Φραγκικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Το κάστρο στη συνέχεια καταλήφθηκε από το Θεόδωρο και πέρασε υπό τον έλεγχο του αδερφού του, Μανουήλ Κομνηνού Δούκα. Στη συνέχεια προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου από το Μιχαήλ και χρησιμοποιήθηκε για τον εγκλεισμό των Φράγκων.
Οι μισθοφόροι Καταλανοί του αυτοκράτορα στασίασαν στις αρχές του 14ου αιώνα και λεηλάτησαν την Πιερία. Ο Πλαταμώνας θα ξαναχρησιμοποιηθεί ως φυλακή για τους Επαναστάτες Ζηλωτές, το 1345, οι οποίοι ηττήθηκαν από τον Απόκαυκο.

Επίσης, ο Πλαταμώνας το 1520-21 αναφέρεται σε οικονομικό έγγραφο ότι εξαρτιόταν διοικητικά από τη Λάρισα. Ο Πλαταμώνας μνημονεύεται στον "πορτολάνο" του Δημητρίου Τάγια, ο οποίος εκδόθηκε στη Βενετία. Ο Μαρτίνος Κρούσιος (1585) στα Σουηβικά του αναφέρεται σε έναν επισκέπτη, του οποίου η γυναίκα καταγόταν "εκ πόλεως Πλαταμώνος κειμένης παρά την θάλασσαν".
Στα 1641-42 δίδαξε στον Πλαταμώνα (έκανε φιλοδυτικά κηρύγματα σε ναούς) ο Κωνσταντίνος Λογοθέτης, απόφοιτος του Ελληνικού Κολεγίου του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης.




ΠΑΛΑΙΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ 

Το παλαιό μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου βρίσκεται 18 χλμ από το Λιτόχωρο σε υψόμετρο 900 μ.. Χτισμένο σε μια φυσική κοιλότητα μεταξύ δύο μικρών ρευμάτων που τρέχουν στον Ενιπέα ποταμό. Σήμερα στο μοναστήρι μπορείτε να φτάσετε από το δασικό δρόμο που οδηγεί στα Πριόνια, όπου ξεκινούν οι αναβάσεις στις υψηλότερες κορυφές του Ολύμπου. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές το μοναστήρι ιδρύθηκε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα και αφιερώθηκε στον ʼγιο Διονύσιο και στην Αγία Τριάδα. Κατά τη διάρκεια των 400 ετών ζωής του παρείχε τη θρησκευτική και οικονομική υποστήριξη για αυτό το μέρος του Ολύμπου. Περιελάμβανε μέρος του δάσους στα Πριόνια, ενός υδρομύλου, ενός μύλου αλευριού και ενός αγροκτήματος. Από την αρχή αυτού του αιώνα λειτούργησε με έξι μόνο μοναχούς. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημείωσε οικονομική και πνευματική ακμή. Μετά το 1821 καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε. Το 1943 ανατινάχθηκε από τους Ναζί επειδή στα κτήριά της κρύβονταν Έλληνες αντάρτες. Έκτοτε μεταφέρθηκε στο Μετόχι της, κοντά στο Λιτόχωρο. Μέχρι το 1928 το Μοναστήρι ήτανΣταυροπηγιακό, Πατριαρχικό υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού θρόνου. Το 1928[1]υπήχθη στις Νέες Χώρες.

Σήμερα αναπτύσσει πνευματική και φιλανθρωπική δραστηριότητα, με ολοήμερες εξομολογήσεις και πνευματικές διδαχές κάθε Κυριακή πρωί μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, όπως επίσης διαλόγους, συνέδρια και ολονύκτιες αγρυπνίες.[2]. Πανηγυρίζει στις 23 Ιανουαρίου, που είναι και η ημέρα μνήμης του Αγίου Διονυσίου. Επίσης, στις 14 Σεπτεμβρίου τελείται η τοπική εορτή του Σταυρού, στην Παλαιά Μονή του Αγίου Διονυσίου.



ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΩΝ ΚΑΝΑΛΩΝ




Το μοναστήρι των Κανάλων βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του Ολύμπου σε υψόμετρο 820 μ. στη βόρεια πλευρά της χαράδρας Ζηλιάνα. Είναι αφιερωμένο στη γέννηση της μητέρας του Θεού. Λεηλατήθηκε από Αλβανούς κλέφτες το 1843. Σύμφωνα με ένα βυζαντινό έγγραφο, χρονολογεί περίπου από το 1676.


ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ - ΠΕΤΡΑ

Το μοναστήρι της Παναγίας στην Πέτρα χρονολογείται από τον 11ο αιώνα. Τα χίλια έτη ιστορίας του είναι ιδιαίτερου ιστορικού και θρησκευτικού ενδιαφέροντος.


ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΑΣ - ΒΡΟΝΤΟΥ

Μια εκκλησία του 14ου αιώνα χτισμένη σε έναν βράχο σε ύψος 420 μ. Είναι τοποθετημένο στην έξοδο έν’ος από τα μεγάλα ρέματα του Ολύμπου, (ρέμα του Παπά) πλησίον του χωριού Βροντού. Υπάρχουν δύο αγιογραφίες στην εκκλησία, η πιό πρόσφατη χρονολογείται από τον 17ο αιώνα.



ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ - ΑΝΩ ΜΗΛΙΑ

Μια εκκλησία του 17ου αιώνα στο χωριό ʼνω Μηλιά, στο ύφος μιας Βασιλικής, χτισμένη από πέτρα. Περιλαμβάνει ένα θαυμάσιο καμπαναριό και ένα υπέροχα διακοσμημένο εσωτερικό.





Κάστρο Πλαταμώνα
 


Το Κάστρο του Πλαταμώνα, είναι κάστρο - πόλη της μεσοβυζαντινής περιόδου, (12ος μ.Χ αιώνας) και είναι κτισμένο νοτιανατολικά του Ολύμπου, σε θέση στρατηγική που ελέγχει τον δρόμο Μακεδονίας - Θεσσαλίας - Νότιας Ελλάδας. Ο Πύργος του, που δεσπόζει πάνω στην εθνικό οδό, είναι ένα επιβλητικό μεσαιωνικό φρούριο. Το τοπωνύμιο Πλαταμώνας αναφέρεται για πρώτη φορά το 1198 σε χρυσόβουλο του βυζαντινού αυτοκράτοραΑλεξίου Κομνηνού Α΄. Μετά την Δ' Σταυροφορία 1204 ο Πλαταμώνας κατακτήθηκε από τον Βονιφάτιο Μομφερατικό και παραχωρήθηκε στον ιππότη Ρολάνδο Πίσκια, ο οποίος και έχτισε κάστρο στη θέση των αρχαίων ερειπίων. Το κάστρο αυτό καταλήφθηκε το 1218 από τον δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Άγγελο και μετά τη μάχη της Πελαγονίας (1259) από τον αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο. Γύρω στα 1385  έπεσε στα χέρια του Τούρκων, οι οποίο το διατήρησαν σε καλή κατάσταση, δεδομένου ότι χρησίμευε ως βάση των επιχειρήσεων τους εναντίον των ανταρτών του γειτονικού Ολύμπου.Σε μικρή απόσταση από την κωμόπολη του Πλαταμώνα και στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του Ολύμπου, σώζονται τα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου. Σ' αυτό συναντάμε τα 3 βασικά χαρακτηριστικά των μεσαιωνικών φρουρίων: τον πρώτο περίβολο, τον δεύτερο περίβολο που αποτελεί και την ακρόπολη και τον κεντρικό πύργο. Ο εξωτερικός τοίχος του κάστρου έχει σχήμα πολυγωνικό.