Η Πιερία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας
Από τα τέλη του 17ου αιώνα η περιοχή της Πιερίας αποτέλεσε χώρο για τη δράση κλεφτών και αρματολών. Μετά το 1691 εμφανίστηκαν τα πρώτα κλέφτικα σώματα.Κέντρο αντίστασης έγινε το χωριό Μηλιά. Η οργή των Οθωμανών ξέσπασε στα γυναικόπαιδα του χωριού. Οι Τούρκοι κατέστρεψαν το χωριό και φυλάκισαν τον πληθυσμό του.
Ο Όλυμπος αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πρωτάτα, δηλ. μεγάλες αρματολικές περιφέρειες. Έδρες ήταν η Κατερίνη, ηΕλασσόνα και τα Σέρβια. Αρματολοί που έδρασαν στην περιοχή ήταν ο καπετάν Πάνος Ζήδρος και το πρωτοπαλίκαρό του Λάπας (ο οποίος έλαβε μέρος στην εξέγερση των Ορλωφικών το 1770 με δικό του σώμα), ο Τσάρας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Ι. Φαρμάκης, οΝικοτσάρας και άλλοι. Οι ορεινοί όγκοι των Πιερίων και του Ολύμπου ήταν στα χέρια των επαναστατών. Τελικά, οι τελευταίοι πέτυχαν να τους δοθεί αμνηστία και να υποχρεώσουν τους Τούρκους να μην περνούν τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή.
Στον Όλυμπο ιδρύθηκε το δεύτερο αρματολίκι στην Ελλάδα, με επικεφαλής τον Καρά Μιχάλη, το 1489. Η δράση των κλεφτών στον Όλυμπο έκαναν τους Τούρκους να ξεσπάσουν την οργή τους στη σύμμαχο των κλεφτών (στα τέλη του 17ου αιώνα) Μηλιά, την οποία κατέστρεψαν. Την περίοδο εκείνη έδρα του αρματολικίου του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας γίνεται το Λιβάδι Ολύμπου και πρώτος αναγνωρισμένος διοικητής του ανέλαβε ο Πάνος Ζήδρος.
Το 18ο αιώνα οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν τους αρματολούς (οι οποίοι μεταπήδησαν πολλές φορές στην τάξη των κλεφτών) με Τουρκαλβανούς αρματολούς , οι οποίοι λυμαίνονταν την ύπαιθρο της Μακεδονίας. Ωστόσο, μέχρι τη συνθηκολόγησή τους με τον Αλή Πασά, οι αρματολοί του Ολύμπου δε σταμάτησαν να αγωνίζονται σε στεριά και σε θάλασσα. Μεγάλα ονόματα που έδρασαν εκεί και σε άλλες περιοχές συμπεριλαμβάνουν το Νικοτσάρα, το Γεωργάκη Ολύμπιο και τη θρυλική οικογένεια των Λαζαίων. Ο Αλή Πασάς, με τη δράση του, ανάγκασε τους Λαζαίους και άλλους αρματολούς να γίνουν κουρσάροι, με πεδίο δράσης τους τις Σποράδες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Πιερία πέρασε στα χέρια του Αλή Πασά. Ενεργή είναι η συμμετοχή της Πιερίας στον Αγώνα του 1821. Οπλαρχηγοί του Ολύμπου έλαβαν μέρος στην Επανάσταση της Νάουσας και της Βέροιας. Οι οπλαρχηγοί αυτοί , μετά το 1822 κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα και βοήθησαν τα μέγιστα στον Αγώνα. Μετά το τέλος της Επανάστασης (1830) οι οπλαρχηγοί επέστρεψαν στα λημέρια τους.
Οι κλεφταρματολοί από τον Όλυμπο πολέμησαν στο πλευρό του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική. Στις αρχές του 1822 εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα στον Όλυμπο και στα Πιέρια, με ορμητήρια τον Κολινδρό και τη Νάουσα.
Το Μάρτιο του 1822 έφτασε στο Ελευθεροχώρι ο διορισμένος από τον Υψηλάντη αρχηγός της Επανάστασης , Γρηγόρης Σάλας. Στις 8 Μαρτίου γίνεται επίθεση στον Κολινδρό από το Διαμαντή Νικολάου. Οι Τούρκοι κατεδίωξαν τους Έλληνες κοντά στη Μηλιά και εκεί κατέστρεψαν τον Πύργο των Λαζαίων καίγοντας χωριά και σφάζοντας ανθρώπους. Στην Επανάσταση του Ολύμπου έλαβε μέρος και ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Θεόφιλος Καΐρης, το 1822, οπότε μάλιστα τραυματίστηκε.
Ακολούθησε η καταστροφή της Νάουσας, τον Απρίλιο, με θύματα αγωνιστές και από την Πιερία, όπως ο Γιάννης Δαμαλής από το Λιβάδι με τα 50 παλικάρια του και ο ιερέας Παπαγιάννης, από την Πέτρα Ολύμπου.
Οι αρματολοί του Ολύμπου κατέφυγαν στις Σποράδες και συμμετέχουν στην αντίσταση στα Ψαρά (1824) και στην φρουρά στοΜεσολόγγι. Το 1835 στη Λεπτοκαρυά σκοτώνεται πολεμώντας ηρωικά ο οπλαρχηγός της Νάουσας, Καραμήτσος. Το 1854 οι Ολύμπιοι οπλαρχηγοί απελευθέρωσαν τη Βροντού.
Στο Λιτόχωρο κατέφυγε και ο Ρήγας Φεραίος μετά το φόνο του Τούρκου προκρίτου στο Βελεστίνο. Ξένοι αλλά και Έλληνες περιηγητές αναφέρουν ότι η πλειονότητα των κατοίκων ήταν ναυτικοί, ενώ υπήρχαν και εργαστήρια υφασμάτων (σκουτιά). Επίσης, ότι στο Λιτόχωρο λειτουργούσε σχολείο με δάσκαλο ιερέα και 250 μαθητές, που μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, ενώ στις μεγάλες τάξεις διδασκόταν ο Θουκυδίδης και ο Δημοσθένης. Μερικοί μάθαιναν και λατινικά. Ο Ιωάννης Ολύμπιος (1802 - 1869), ήταν Έλληνας Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γιατρός. Γεννήθηκε στο Λιτόχωρο το 1802. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία, με εξειδίκευση στη χειρουργική και την οφθαλμολογία. Συμμετείχε ως ιατρός του στρατεύματος στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Στη συνέχεια κατατάχτηκε στην εφεδρεία του Ιππικού. Το 1830 μαζί με το Ν. Χορτάκη έστειλαν επιστολή στον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, καταγγέλωντας τους εμπειρικούς ιατρούς που είχαν συρρεύσει στο στράτευμα.
Το 1837 ανέλαβε ως πρώτος καθηγητής ιατρικής στο νεοϊδριθέν Οθώνειο Πανεπιστήμιο.
O Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) ήταν αρματολός,[1] Φιλικός, αγωνιστής τηςΕλληνικής Επανάστασης, από τους πιο άξιους συνεργάτες του Αλεξάνδρου Υψηλάντηκατά τον Αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (αρχικό επώνυμο Ταρταγκάς).[2]
O Γεωργάκης Ολύμπιος γεννήθηκε την άνοιξη του 1772 στο Λιβάδι (4/3/1772). Η μητέρα του ήταν κόρη Λιβαδιώτη προύχοντα, ο δε πατέρας του Νικόλαος γεννήθηκε στη Φτέρη Πιερίας και καταγόταν από τους φημισμένους αρματωλούς του Ολύμπου, τους Λαζαίους, τους οποίους η Δημοτική μούσα έχει υμνήσε[Επεξεργασία]
"«Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα
ο Τόλιος καπετάνευε στην Κατερίνη εφέτος
και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα»"
Η μητέρα του Νικολέτα πέθανε λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του γιου της. Το χαϊδευτικό όνομα Γιωργάκης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία, δείχνει την άμετρη στοργή, τις φροντίδες και τις περιποιήσεις της γιαγιάς του Αγνής και ολόκληρης της οικογένειάς του, που τον είχε μοναχογιό. Το οικογενειακό του περιβάλλον, των Λαζαίων, δεν τον έκανε μόνο καλό πολεμιστή, αλλά του έδωσε και την καλοψυχία, τη γενναιοψυχία, τη μετριοφροσύνη. Αργότερα ο Γιωργάκης φοίτησε στο ονομαστό Σχολείο του Λιβαδίου κοντά στους σοφούς δασκάλους Ιωνά Σπαρμιώτη και Ιωάννη Πέζαρο. Αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον δεν έπαιξε μικρό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ολύμπιου. Σ’ όλα τα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς ο Όλυμπος και τα Πιέρια υπήρξαν αδούλωτα κάστρα Λευτεριάς για το σκλαβωμένο Γένος. Οι καπεταναίοι Ζήδρος, Λάζος, Βλαχάβας κ.ά. αποτέλεσαν πρότυπα παλικαριάς, αντρειοσύνης και φιλελευθερισμού για τον Ολύμπιο και έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στο χαρακτήρα, στο φρόνημα και στις ιδέες του. Όταν τελείωσε το σχολείο, ο πατέρας του, επιθυμώντας την τελειότερη πολεμική μόρφωση του γιου του, τον παρέδωσε στο περίφημο στρατόπεδο του συγγενή του Έξαρχου Λάζου. Τα σωματικά αλλά προπαντώς τα πνευματικά του προσόντα τον έκαναν σύντομα να διακριθεί, να αγαπηθεί απ’ όλους και να γίνει πρωτοπαλίκαρο του θείου του Τόλιου Λάζου. Με το αρματολίκι του Ολύμπου δοξάζεται στους αγώνες κατά των Τούρκων. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου Αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη.
Κατά την παραμονή του στη Σερβία ο Γεωργάκης συνδέθηκε με αιώνια φιλία με τον Καραγιώργη και έγινε αδελφοποιτός με το πρωτοπαλίκαρο του τον Βέλκο Πέτροβιτς, του οποίου αργότερα το 1814 παντρεύτηκε τη χήρα σύζυγό του, την πλούσια και όμορφη Στάνα με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Μετά τη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου συνάντησε τα παιδιά του Μιλάνο και Αλέξανδρο και τη γυναίκα του που σε λίγο θα γεννούσε το τρίτο τους παιδί, την Ευφροσύνη, που ήταν γραφτό να μην τη γνωρίσει ποτέ.
Ο Αγώνας στα Βαλκάνια [Επεξεργασία]
Στα 1804 επικεφαλής πολλών αρματολών δέχεται την έκκληση του Σέρβου αρματολού Βέλκου Πέτροβιτς για να βοηθήσουν τη σέρβικη επανάσταση. Ο Ολύμπιος, όπως και ο Ρήγας Φεραίος, πίστευε πως οι Βαλκανικοί λαοί θα απελευθερωθούν από τους Τούρκους μόνο αν πολεμήσουν ενωμένοι. Στη Σερβία με 550 παλικάρια και άλλους καπεταναίους ενώθηκαν με τους Σέρβους επαναστάτες αιφνιδιάζοντας τους Τούρκους. Μετά από τη σύγκρουση αυτή ο Γεωργάκης Ολύμπιος παρέμεινε στη Σερβία, αγωνιζόμενος ηρωικά στο πλευρό του Σέρβου ηγεμόνα Καραγεώργη και αποκτώντας την αγάπη και το θαυμασμό όλων των Σέρβων. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Σερβία, αλληλογραφεί με τον ηγεμόνα της Βλαχίας Κων/νο Υψηλάντη και τον παρακαλεί να βοηθήσει τη Σέρβικη επανάσταση και να οργανώσει στη Βλαχία ένα κίνημα παρόμοιο με το σέρβικο.
Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα ανάψει η επαναστατική φλόγα στα Βαλκάνια. Μετά την αποτυχία της Σέρβικης εξέγερσης συνεργάζεται με τον Έλληνα ηγεμόνα Κων/νο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1300 άντρες αγωνίζεται στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ με μεγάλη επιτυχία στη μάχη της Όστροβας.[6]
Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφορούν και του απονέμουν το βαθμό του Συνταγματάρχη. Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων αποκτά δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815. Στα1817, μυείται στη Φιλική Εταιρεία από το Γ. Λεβέντη και δε γίνεται απλό μέλος της αλλά απόστολος. [7] Το καλοκαίρι του 1820 οΑλέξανδρος Υψηλάντης, τον διορίζει Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παραδίνουν οΕμμανουήλ Ξάνθος και ο Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος δίνει όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα. Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινος περίστασις».
Με τον τρόπο αυτό πίστευε ότι θα ανάψει η επαναστατική φλόγα στα Βαλκάνια. Μετά την αποτυχία της Σέρβικης εξέγερσης συνεργάζεται με τον Έλληνα ηγεμόνα Κων/νο Υψηλάντη για τη δημιουργία αξιόμαχου στρατιωτικού σώματος από Έλληνες και Παραδουνάβιους. Το σώμα αυτό το 1806, μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, με 1300 άντρες αγωνίζεται στο πλευρό του Ρώσου αρχιστράτηγου Κουτούζωφ με μεγάλη επιτυχία στη μάχη της Όστροβας.[6]
Για το ανδραγάθημά του αυτό, οι Ρώσοι τον παρασημοφορούν και του απονέμουν το βαθμό του Συνταγματάρχη. Τα επόμενα χρόνια άλλοτε στο πλευρό των Σέρβων κι άλλοτε στο πλευρό των Ρώσων αποκτά δόξα και φήμη μεγάλου πολέμαρχου. Η φήμη και το λαμπρό όνομα του Γεωργάκη έφτασε μέχρι τα ανάκτορα της Πετρούπολης. Γνωρίζοντας τις διπλωματικές του ικανότητες ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας με τον Καποδίστρια συμπεριέλαβαν και τον Γεωργάκη στην αντιπροσωπεία του περίφημου Συνεδρίου της Βιέννης το 1815. Στα1817, μυείται στη Φιλική Εταιρεία από το Γ. Λεβέντη και δε γίνεται απλό μέλος της αλλά απόστολος. [7] Το καλοκαίρι του 1820 οΑλέξανδρος Υψηλάντης, τον διορίζει Αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων στη Μολδοβλαχία. Το διορισμό του τον παραδίνουν οΕμμανουήλ Ξάνθος και ο Χριστόφορος Περραιβός και εκείνος δίνει όρκο πως θα θυσιάσει το παν για την επιτυχία του αγώνα. Το διοριστήριο αυτό έγγραφο διέσωσε ο ιστορικός Γούδας: «…διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν…». Και η απάντηση: «…Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμη μου, ότι οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμιά ανθρώπινος περίστασις».
Οδεύοντας προς τη Θυσία [Επεξεργασία]
Στα 1821 ο Υψηλάντης κήρυξε την επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Ολύμπιος με 1500 παλικάρια τον συναντά γεμάτος ενθουσιασμό παρόλο που ο Υψηλάντης του είχε αφαιρέσει τη γενική Αρχιστρατηγία. Σ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης αγωνίζεται με μεγάλο πείσμα και ηρωισμό. Στη μοιραία μάχη του Δραγατσανίου, 7 Ιουνίου 1821,[8] ρίχνεται στη μάχη και με πολύ κόπο και άμεσο κίνδυνο της ζωής του κατόρθωσε να περισώσει τη Σημαία και τα λείψανα του Ιερού Λόχου. Πληγωμένος και ο ίδιος θρηνεί το χαμό τόσων γενναίων παλικαριών. Ο ιστορικός Brofferio γράφει χαρακτηριστικά στο σημείο αυτό:«Κάθε τι που μπορούσε να προσφέρει ο ενθουσιασμός, η γενναιότητα και το θάρρος το επετέλεσεν την ημέραν εκείνην ο θρυλικός Γεωργάκης Ολύμπιος». Μετά την καταστροφή φεύγουν όλοι να γλιτώσουν. Ο Υψηλάντης του οποίου η ζωή κινδύνευε για ύστατη φορά στηρίχτηκε αποκλειστικά στον ηθικό και υπέροχο χαρακτήρα του Ολύμπιου, ο οποίος με απόλυτη ασφάλεια κατόρθωσε να τον οδηγήσει στα Αυστριακά σύνορα. Ο Υψηλάντης συμβουλεύει τον Ολύμπιο να φύγει κι εκείνος αγέρωχα του απαντά:«Δεν σήκωσα τα όπλα για να τα κρύψω!».
Στα τέλη Αυγούστου συναντάται με τον άλλο πολέμαρχο και στενό του φίλο, τον Φαρμάκη και αποφασίζουν να αγωνιστούν ως την τελευταία τους πνοή. Μαζί τους έμειναν μόνο 350 διαλεχτοί πολεμιστές, αποφασισμένοι να προσφέρουν τη ζωή τους στο βωμό της πατρίδας. Οι Τουρκικές Αρχές του Βουκουρεστίου θέλουν με κάθε τρόπο να απαλλαγούν από τους επαναστάτες και γι’ αυτό χρησιμοποιούν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο. Αναγκάζουν τον ορθόδοξο Αρχιεπίσκοπο Ρομάνο να στείλει στον Ολύμπιο επιστολή με την οποία τον παρακαλεί "να σπεύσει" να προστατεύσει τη Μονή Σέκου και τους θησαυρούς της από την καταστροφική μανία των Τούρκων.
Σκοπός του παραπλανητικού αυτού γράμματος είναι να παγιδευτεί ο Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης στο άγριο αυτό φαράγγι που είναι κτισμένη η Μονή. Δίχως τον παραμικρό δισταγμό οι δύο οπλαρχηγοί κατευθύνθηκαν αμέσως στη Μονή Σέκου, όπου ο Σελήχ πασάς με 10.000 Τούρκους τέλεια οπλισμένους, που παρακολουθούσε κάθε κίνησή τους, τους πολιόρκησε αμέσως. Από τις 2 μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου γίνονται ομηρικές συμπλοκές. Ο Τούρκος πασάς αποστέλλει αντιπροσωπεία που ζητά να δει τον Ολύμπιο και να συζητήσει τους όρους της παράδοσης των Ελλήνων. Η γενναία άρνηση του Γεωργάκη Ολύμπιου σήμανε και την αρχή του τέλους. Ο Θ. Γόρδων στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, αναφέρει ότι ο Γεωργάκης στην απελπιστική θέση που βρισκόταν απηύθυνε στους συντρόφους του την εξής προσλαλιά: «Αδελφοί, εν τη κρισίμω ταύτη περιστάσει μόνον ένδοξον θάνατον πρέπει να ευχόμεθα (... ...) ελεύσεται πιθανώς ημέρα, καθ’ ην η πατρίς θέλει συλλέξει τα οστά μας και θέλει μεταφέρει αυτά προς ενταφιασμόν εις την κλασικήν γην των προγόνων μας.». Με τη δημηγορία του αυτή κλείστηκε με ένδεκα πιστούς στο κωδωνοστάσιο της Μονής.
Όταν αργότερα είδε ότι πολυάριθμοι Τούρκοι έσπασαν την εξωτερική πόρτα και πλημμύρισαν τη Μονή, άνοιξε τότε την πόρτα του κωδωνοστασίου για να φύγουν όσοι ήθελαν και είπε: «εγώ θα καώ, όστις θέλει να φύγει ας απομακρυνθεί». Αλλά κανείς δεν φεύγει. Γαλήνιος σηκώνει τα μάτια του στον ουρανό, κάτι ψελλίζει σαν προσευχή, κάνει το σταυρό του και με χέρι σταθερό:«έθεσε πυρ εις την πυρίτιδα και ανετινάχθη εις τον αέρα, ομού μετά πάντων των περί αυτόν ηρώων».[9]
Ήταν Σεπτέμβριος του 1821. Κατά τον Wolf κοντά στους αντάρτες έπεσαν θύματα επίσης καί μερικοί καλόγεροι, βογιάροι, αστοί και έμποροι και κατά την επιστροφή των τούρκων Τώρα τραβάει ο αχαλίνωτος όχλος των τούρκων κατά τη Βραίλα ...ακόμα καί οί δικοί μας δυστυχείς Ούγγροι καθολικοί εχουν γίνει έρμαια της τουρκικής κακουργίας. [10].
Ως σήμερα στον ΄Ολυμπο οι γέροι ξέρουν το δημοτικό τραγούδι, που μ΄αυτό απαθανάτισε ο λαός τους ήρωες του Σέκου:
"«Μας ήρθ΄η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο
μας ήρθε κι΄ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Μαζί εσυμβολεύονταν Γιωργάκης και Φαρμάκης:
«Γιωργάκ΄, έλα να φύγουμε στη Μοσκοβιά να πάμε»
«Καλά τα λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις,
μάναι μου φαίνεται ντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερ΄ας βαστάξουμε σ΄αυτό το μοναστήρι
όσο να βγει ο Μόσκοβος νάρθει να μας βοηθήσει».
Δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτο του θανάτου.
Και τα λημέρια φώναξαν ΄πο πέρ΄ από του Σέκου:
« Πολύ μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν!»
Μήνα βοήθεια έρχεται, μήνα συντρόφοι φτάνουν;
Μόνε Τουρκιά μας πλάκωσε χιλιάδες δεκαπέντε»
Η ΠΙΕΡΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 190υ ΑΙΩΝΑ
Γεωγραφικά, η Πιερία της εποχής εκείνης οριζόταν σε μια περιοχή λίγο μεγαλύτερη από τη σημερινή. Συγκεκριμένα, η Πιερία του 19ου αιώνα εκτεινόταν νότια από τον Όλυμπο, βόρεια και δυτικά από τον ποταμό Αλιάκμονα και ανατολικά από τη θάλασσα του Θερμαϊκού Κόλπου. Από άποψη πολιτικής διαίρεσης, τα περισσότερα από τα χωριά της Πιερίας υπάγονταν στο καϊμακαμλίκι (Επαρχία) της Βέροιας, η οποία με τη σειρά της υπαγόταν στη Γενική Διοίκηση (σαντζάκι) Θεσσαλονίκης.
Η εκκλησιαστική διαίρεση ήταν διαφορετική και υπήρχαν τρεις επισκοπές (Κίτρους, Πέτρας και Πλαταμώνος). Στην επισκοπή Κίτρους (έδρα ο Κολινδρός) υπάγονταν η Αικατρίνη, το Κίτρος, ο Κολινδρός, η Μελίκη και η Λιμπάνοβα. Στην επισκοπή Πέτρας (έδρα το Λιβάδι) υπαγόταν το Βλαχολίβαδο. Στην επισκοπή Πλαταμώνος ανήκε το Λιτόχωρο.
Η γεωργία, η κτηνοτροφία και το εμπόριο αποτελούσαν τότε τις σημαντικότερες ασχολίες και πόρους τροφοδοσίας για τους Πιεριείς. Η ποιότητα της πιερικής ξυλείας ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Έτσι, λέγεται ότι οι τριήρεις των κλασικών χρόνων στην Αθήνα ήταν κατασκευασμένες από πιερική ξυλεία, όπως και η θαλαμηγός του πρώτου Βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα.


Στα 1875 πολλές βαλκανικές περιοχές άρχισαν να αναπτύσσουν συντονισμένη δράση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, το Ανατολικό Ζήτημα οδηγήθηκε σε κρίσιμη φάση. Το 1878 υπογράφεται η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, με την οποία δημιουργείται η Μεγάλη Βουλγαρία, θέτοντας σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Επανάσταση του Ολύμπου
Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 εκδηλώθηκε η εξέγερση στο Λιτόχωρο. Ο συγκεκριμένος τόπος επιλέχθηκε λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης (σύνορα με θάλασσα) που διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό και την επικοινωνία με την ημιανεξάρτητη Θεσσαλία. Το σχέδιο για την Επανάσταση φέρεται να εγκρίθηκε από την Κεντρική Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα, της οποίας Πρόεδρος ήταν ο νομομαθής Παύλος Καλλιγάς, υπό τη μυστική συμπαράσταση του τότε Προξένου της Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Βατικιώτη και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι όταν έμαθαν από τους Άγγλους για τα σχέδια των Μακεδόνων και ανακάλεσαν τους Θεσσαλονικείς άρχοντες στην Αθήνα.
Ωστόσο, η εκστρατεία ξεκίνησε και επικεφαλής τέθηκε ο Λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης. Μαζί του ήταν και οι απόγονοι της ηρωικής οικογένειας των Λαζαίων, Τόλιος και Γιαννάκης Λάζος, ο Γεώργιος Ζαχείλας, ο Τζίμας, ο Αποστολίδης και ο Βλαχάβας, συνολικά πάνω από 500 άνδρες, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο Λιτόχωρο στις 15 Φεβρουαρίου στην Πλάκα Λιτοχώρου, με δύο καράβια, το «Βυζάντιο» και την «Ύδρα». Στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου μεταφέρθηκαν πολεμοφόδια και 2.500 άνδρες από τις γύρω περιοχές κινήθηκαν στον αγώνα. Μάλιστα, τα όπλα δεν έφταναν για όλους και περίπου 2.000 πολεμιστές περίμεναν νέα όπλα και πολεμοφόδια.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1878 εκδηλώθηκε η εξέγερση στο Λιτόχωρο. Ο συγκεκριμένος τόπος επιλέχθηκε λόγω της σημαντικής γεωγραφικής θέσης (σύνορα με θάλασσα) που διευκόλυνε τον ανεφοδιασμό και την επικοινωνία με την ημιανεξάρτητη Θεσσαλία. Το σχέδιο για την Επανάσταση φέρεται να εγκρίθηκε από την Κεντρική Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα, της οποίας Πρόεδρος ήταν ο νομομαθής Παύλος Καλλιγάς, υπό τη μυστική συμπαράσταση του τότε Προξένου της Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Βατικιώτη και του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι όταν έμαθαν από τους Άγγλους για τα σχέδια των Μακεδόνων και ανακάλεσαν τους Θεσσαλονικείς άρχοντες στην Αθήνα.
Τη νύχτα της 15ης 16ης Φεβρουαρίου 1878 αποβιβάστηκε στην ακτή του Λιτοχώρου, στην Πλάκα, σώμα 500 εθελοντών υπό τον Κοσμά Δουμπιώτη, το οποίο κατέλαβε το Λιτόχωρο, εγκατέστησε στην περιοχή το στρατηγείο του και μοίρασε όπλα στους κατοίκους. Στις 19 Φεβρουαρίου σχηματίστηκε στο Λιτόχωρο η Προσωρινή κυβέρνηση της Μακεδονίας, με μέλη τοπικούς παράγοντες και πρόεδρο τον πρόκριτρο Ευάγγελο Κοροβάγκο, η οποία διακήρυξε «την ένωσιν της Μακεδονίας μετά της μητρός Ελλάδος», δηλώνοντας ότι θα αγωνιζόνταν γι΄αυτήν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα προσχώρησαν όλα τα χωριά του Ολύμπου και των Πιερίων. Στις 24 Φεβρουαρίου περίπου 400 εθελοντές κατευθύνθηκαν προς βορρά για να καταλάβουν άλλα χωριά. Στις 4 Μαρτίου περιπου 1.000 Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον του Λιτοχώρου και το λεηλάτησαν. Οι περισότερες οικογένειες κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη και πολλά γυναικόπαιδα στη μονή Διονυσίου του Ολύμπου.[4]
Ωστόσο, η εκστρατεία ξεκίνησε και επικεφαλής τέθηκε ο Λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης. Μαζί του ήταν και οι απόγονοι της ηρωικής οικογένειας των Λαζαίων, Τόλιος και Γιαννάκης Λάζος, ο Γεώργιος Ζαχείλας, ο Τζίμας, ο Αποστολίδης και ο Βλαχάβας, συνολικά πάνω από 500 άνδρες, οι οποίοι αποβιβάστηκαν στο Λιτόχωρο στις 15 Φεβρουαρίου στην Πλάκα Λιτοχώρου, με δύο καράβια, το «Βυζάντιο» και την «Ύδρα». Στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου μεταφέρθηκαν πολεμοφόδια και 2.500 άνδρες από τις γύρω περιοχές κινήθηκαν στον αγώνα. Μάλιστα, τα όπλα δεν έφταναν για όλους και περίπου 2.000 πολεμιστές περίμεναν νέα όπλα και πολεμοφόδια.
Σημαντικό γεγονός για την πορεία της Επανάστασης ήταν ο σχηματισμός από αντιπροσώπους της Επαρχίας του Ολύμπου της προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης, στις 19 Φεβρουαρίου 1878, ημέρα Κυριακή και την ίδια ημέρα που υπογράφηκε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Μέλη της κυβέρνησης εκείνης ήταν οι: Από το Λιτόχωρο οι Ευάγγελος Κοροβάγκος, ο οποίος έγινε και Πρόεδρος, ο Αθανάσιος Αστερίου, Ιατρός, ο Γιώργος Ζαχαριάδης, ο Γιάννης Νικολάου και ο Γιάννης Βεργίδης, από την Σκοτίνα οι Δημήτριος Σακελλαρίδης, Ιατρός, και Νικόλαος Μήτσιος, από την Ιερά Μονή Πέτρας μέλη υπήρξαν ο ιερομόναχος Νικηφόρος και ο ιερέας Αθανάσιος Γεωργίου.. Αργότερα, μέλος της Κυβέρνησης έγινε και ο Νικόλαος Λούσης, ο επίσκοπος Κίτρους. Η απόφαση συνυπογράφηκε και από 40 αντιπροσώπους από χωριά της Πιερίας, του Καταφυγίου Ολύμπου, του Βελβενδού Κοζάνης και από το Λιβάδι Ολύμπου.
Την επομένη ημέρα (20 Φεβρουαρίου) κηρύχθηκε η Επανάσταση στον Κολινδρό, από τον επίσκοπο Νικόλαο Λούση. Με αρχηγό τον οπλαρχηγό Βαγγέλη Χοστέβα και 300 άνδρες, έγινε με επιτυχία η επίθεση κατά της τουρκικής φρουράς.
Η επαναστατική κυβέρνηση του Λιτοχώρου προέβη στην έκδοση προκήρυξης, η οποία απευθυνόταν στις Μεγάλες Δυνάμεις και ειδικότερα στους προξένους της Ρωσίας, Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Αμερικής, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στηΘεσσαλονίκη. Σε πρώτη φάση φάνηκε να πετυχαίνει η Επανάσταση, καθώς ο Τούρκος διοικητής της Κατερίνης Ντερβίς Μπαμπά δήλωσε υποταγή, θέτοντας τον όρο να διασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα των Τούρκων της Κατερίνης.
Η επαναστατική κυβέρνηση του Λιτοχώρου προέβη στην έκδοση προκήρυξης, η οποία απευθυνόταν στις Μεγάλες Δυνάμεις και ειδικότερα στους προξένους της Ρωσίας, Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Αμερικής, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στηΘεσσαλονίκη. Σε πρώτη φάση φάνηκε να πετυχαίνει η Επανάσταση, καθώς ο Τούρκος διοικητής της Κατερίνης Ντερβίς Μπαμπά δήλωσε υποταγή, θέτοντας τον όρο να διασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα των Τούρκων της Κατερίνης.
Το σχέδιο όμως απέτυχε με προδοσία από τον Ηπειρώτη τσιφλικά Γιάννη Μπίτσιο, ο οποίος ήταν και διερμηνέας στο βρετανικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη και τον ενδιέφερε να μην πάθουν τίποτα τα τσιφλίκια του. Έτσι, ο Μπίτσιος συνεννοήθηκε με τους Τούρκους και σύντομα ανακαταλήφθηκε η Κατερίνη από τον Ασάφ Πασά.
Στη συνέχεια οι Τούρκοι προχώρησαν προς το Κίτρος και την Κατερινόσκαλα. Στις 25 Φεβρουαρίου οι τουρκικές δυνάμεις βάδισαν προς τον Κολινδρό και ο Μητροπολίτης Κίτρους Νικόλαος πυρπόλησε ο ίδιος τη Μητρόπολη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων τα ιερά κειμήλια. Γυναίκες και παιδιά (περίπου 3.000 άτομα) έφυγαν από τον Κολινδρό και κατέφυγαν στη Μονή Αγίων Πάντων, όπου κινδύνεψε η ζωή τους από έλλειψη τροφής και από τις κακουχίες, θυμίζοντας το δράμα των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι. Για να μην πέσουν στους εχθρούς τους, ακολούθησαν το παράδειγμα των γυναικών στο Ζάλογγο και στην Αραπίτσα, θυσιάζοντας τις ζωές τους. Ο Δουμπιώτης δεν πρόλαβε να βοηθήσει στην άμυνα του Λιτοχώρου, το οποίο ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους, στις 4 Μαρτίου. Οι Τούρκοι πυρπόλησαν 9 εκκλησίες και 320 σπίτια και σκότωσαν το λαό του χωριού. Η βοήθεια που περίμεναν οι επαναστάτες από το Νότο δεν ήρθε ποτέ και 2.800 όπλα που είχαν σταλεί με το πλοίο «Βυζάντιο» στην Πλάκα Λιτοχώρου έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Όσα από τα γυναικόπαιδα του Λιτοχώρου (είχαν καταφύγει στη Μονή Αγίου Διονυσίου) μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και τέθηκαν υπό την προστασία των εκεί προξένων.
Ο επίλογος της Επανάστασης γράφηκε στη Λαμία, με την υπογραφή της ανακωχής στο Σμόκοβο, στις 19 Απριλίου 1878. Εκεί οι επαναστάτες διαπραγματεύτηκαν τους όρους της ειρήνης με τους Άγγλους, οι οποίοι ενήργησαν υπέρ των συμφερόντων τους και στήριξαν τους Οθωμανούς λόγω της παραχώρησης της Κύπρου. Επίσης, δόθηκε αμνηστία στους οπλαρχηγούς, οι οποίοι όμως επέστρεψαν στα ορεινά μέρη του Ολύμπου, για να προετοιμάσουν νέες εξεγέρσεις.
Ο επίλογος της Επανάστασης γράφηκε στη Λαμία, με την υπογραφή της ανακωχής στο Σμόκοβο, στις 19 Απριλίου 1878. Εκεί οι επαναστάτες διαπραγματεύτηκαν τους όρους της ειρήνης με τους Άγγλους, οι οποίοι ενήργησαν υπέρ των συμφερόντων τους και στήριξαν τους Οθωμανούς λόγω της παραχώρησης της Κύπρου. Επίσης, δόθηκε αμνηστία στους οπλαρχηγούς, οι οποίοι όμως επέστρεψαν στα ορεινά μέρη του Ολύμπου, για να προετοιμάσουν νέες εξεγέρσεις.
Παρά την αποτυχία της, που συνοδεύτηκε από καταστροφές χωριών και βιαιοπραγίες, η Επανάσταση στο Λιτόχωρο κατάφερε ίσως να ενισχύσει τη διπλωματική θέση της Ελλάδας στο συνέδριο του Βερολίνου. Έτσι, αναθεωρήθηκαν οι όροι της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και η Βουλγαρία περιορίστηκε στα παλαιά της σύνορα. Ο εθνικός πόθος της Επανάστασης του Ολύμπου πραγματοποιήθηκε με την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το 1912-1913.
Μακεδονικός Αγώνας
Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία (τότε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) μεταξύ κυρίως Βουλγάρων, Ελλήνων, Σέρβων, Τούρκων, ακόμα και των Ρουμάνων από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό πως η σημαντική αυτή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του Μεγάλου Ασθενούς.
Ξεκίνησε από την περιοχή τηςΚαστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ΄ όλη τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κ.λ.π. Σκοπός των αντιπάλων ήταν ο εκφοβισμός ή η εξόντωση των αντίθετων στοιχείων και ο προσεταιρισμός του πληθυσμού προς την Βουλγαρική και την Ελληνική εκκλησία και εθνικό φρόνημα, δράση η οποία γρήγορα εξελίχθηκε σε αγώνα αλληλοεξόντωσης των εκατέρωθεν ενόπλων τμημάτων.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στηΧαλκιδική, της Νάουσσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το1822 καθώς και η αποτυχημένη Επανάσταση του Λιτοχώρου το 1878 είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους.[4] Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου, μόνιμη επιδίωξη των Ελλήνων ήταν η τύχη των υπόδουλων που ήταν υπό τον Οθωμανικό ζυγό.
Όμως για δεκαετίες παρέμενε αποκομμένη από το ελληνικό βασίλειο.α[›] Το Ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια: α)τη γεωγραφική απόσταση β)την αρνητική διπλωματική συγκυρία : οι επαναστατικές κινήσεις των ετών 1839-1840, 1854 και 1866 ναυάγησαν επειδή η Ελληνική πλευρά πίστευε πως θα εκβίαζε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας αν την ενέτασσε στις διεθνείς κρίσεις της περιόδου: Τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος, Κριμαϊκός πόλεμος, Κρητική Επανάσταση, με σύμμαχο την ομόδοξη Ρωσία.
Ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η οργάνωση Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση(ΕΜΕΟ-IMRO) με επίσημο σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του "Μακεδονικού λαού" χωρίς εθνικές ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας "σταθερά ενωτική" και "μαχητικά αντισωβινιστική".
"Ο Σουλτάνος τελικά έδινε δικαίωμα στην νέα Εκκλησία, εφόσον είχε στο εκκλησίασμα την πλειοψηφία των 2/3 να ιδρύσει Μητρόπολη και αν είχε το 1/3 τουλάχιστον να κατέχει μια εκκλησία....[5]
Στην πραγματικότητα ήταν μία Βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση μεμυστική ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία. Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του σύνολου του ρευστής εθνικής συνείδησης χριστιανικού πληθυσμού να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξαρχική (Βουλγαρική) εκκλησία αντί στις υπάρχουσες, οι οποίες υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές εκκλησίες. Σ' αυτές, ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία στα οποία τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά.
Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά του κίνητρα όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες) άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό που εντάθηκε κατά τη διάρκεια προετοιμασίας (1902-1903)γ[›] για την εξέγερση του Ίλιντεν. Αυτό αφύπνισε την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Κατόπιν δραματικών εκκλήσεων του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη να οργανώνει τοπικά τμήματα αυτοάμυνας σε Καστοριά και Φλώρινα, ιδρύθηκε στηνΑθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο[6] υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη. Ενδεικτικό των συνθηκών είναι ότι ίδιος ο Μητροπολίτης είχε αναγκαστεί να περιέρχεται τους ναούς των χωριών της περιφέρειάς του και να εκκλησιάζει με το όπλο του παραπόδα (λόγω των αλλεπάλληλων απειλών κατά της ζωής του), σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τονώσει το ηθικό των τρομοκρατημένων πιστών. Ακολούθησαν κάποιες αποστολές Ελληνικών ένοπλων σωμάτων (κατά κύριο λόγο Κρητών και Μανιατών εθελοντών) στη Μακεδονία. Η επίσημη εμπλοκή του Ελληνικού κράτους στα Μακεδονικά πράγματα πραγματοποιήθηκε μετά τον Ιανουάριο του 1904, όταν ο οπλαρχηγός Κώττας Χρήστου επικεφαλής αντιπροσωπείας των Κορεστίων συναντήθηκε με το διάδοχο Κωνσταντίνο[7]. Αλλά οι εθελοντές και συνεπακόλουθα τα τμήματα πολλαπλασιάστηκαν θεαματικά μετά την πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Παύλου Μελά το 1904.
Υπό τις συνθήκες αυτές πολυάριθμοι κυρίως νεαροί, Έλληνες αξιωματικοί προσφέρθηκαν παραιτούμενοι από τον Ελληνικό στρατό να τεθούν επικεφαλής των ανταρτικών ομάδων και των επαναστατικών σωμάτων για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού. Τον αγώνα τους συντόνισαν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Ίων Δραγούμης από το προξενείο της Ελλάδαςστο Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από το προξενείο της Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος Καλαποθάκης από την Αθήνα.Οι πληθυσμοί της Μακεδονίας ήσαν έως τότε προσηλωμένοι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, την πηγή των στοιχείων που συνιστούσαν την ταυτότητά τους, βρέθηκαν στο επίκεντρο σκληρών εθνικών συγκρούσεων.
Άλλοι σημαντικοί Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί ήταν οι: Άρμεν Κούπτσιος, Τέλλος Άγρας, Μιχαήλ Σιωνίδης, Λουκάς Κόκκινος, Κωνσταντίνος Ρίζος, Γεώργιος Μόδης, Γεώργιος Γιώτας, Κωνσταντίνος Χρήστου, Ευάγγελος Νάτσης, Φιλόλαος Πηχεών, Δούκας Γαϊτατζής, Θεοχάρης Κούγκας, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Κωνσταντίνος Γαρέφης, Γεώργιος Παπαστεφάνου, Λαμπρινός Βρανάς, Στέφανος Παπαγάλος, Γεώργιος Δικώνυμος, Χρήστος Βέσκος, ο Νικόλαος Τσοτάκος, Γεώργιος Ζουρίδης,Χρήστος Δρεμλής, Γεώργιος Σεϊμένης, Αριστείδης Μαργαρίτης, Ζαχαρίας Παπαδάς, Παύλος Κύρου,Γεώργιος Γιαγκλής, Γεώργιος Στρατινάκης, Αριστείδης Κιτράκης, Γεώργιος Κακουλίδης, Νικόλαος Ρόκας,Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης κ.ά.
Ο αγώνας των Μακεδονομάχων κράτησε ως το 1908 οδηγώντας σε αποτυχία τα βουλγαρικά σχέδια για το βίαιο εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. Το τέλος του αγώνα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία συνδέθηκε με την επικράτηση των νεότουρκων οι οποίοι αρχικά φάνηκαν να καταβάλουν προσπάθειες εκσυχρονισμού και εκδημοκρατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συγχρόνως απέτρεψαν με αυστηρότητα το αντάρτικο μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.
[Επεξεργασία]
Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες. Το «Μακεδονικό» Κομιτάτο είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες οι άντρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε ένα όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου της Μακεδονίας (ενδεικτικά το 1903, μόνο στη Θεσσαλονίκη είχαν προβεί σε βομβιστικές επιθέσεις κατά της μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών αλλά και στην ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Γκουανταλκιβίρ και της Οθωμανικής Τράπεζας).


Οι δύο βασικές εκδοχές του Μακεδονικού αγώνα
Βικτόρ Μπεράρ, Οδοιπορικό στη Μακεδονία (1891-1893)[10]
Κύριο λήμμα: Μακεδονομάχοι



Όχι μόνον από την Κρήτη αλλά και από την Μάνη είχε συγκροτηθεί σώμα από μερικές δεκάδες εθελοντές υπό τονΑντώνιο Βλαχάκη ("Καπετάν Λίτσα") με οπλαρχηγούς, μεταξύ άλλων, τον "Ευάγγελο Μπαϊρακταρέα ("Καπετάν Ακίλλα)" και τους εξαδελφούς Λεωνίδα και Παναγιώτη Πετροπουλάκη από το Γύθειο. Οι τρείς αυτοί μαζί με άλλους εννέα αγωνιστές είχαν ηρωικό θάνατο σε μάχη κατά Τούρκων και Βουλγάρων στο χωριό Καστανόφυτο Καστοριάς (τότε "Οσνίτσανη"). Σχετικά με αυτή τη μάχη υπάρχει το εξής τραγούδι σε ύφος δημώδες:[14]
« | Σάββατο βράδυ είμαστε κοντά σε μοναστήρι
| » |
Οι Μακεδονομάχοι της Πιερίας

Αποτίμηση του Μακεδονικού αγώνα
Χρονικό του Αγώνα
- 1900 Ενθρόνιση του επισκόπου Γερμανού Καραβαγγέλη στη Μητρόπολη Καστοριάς, όπου και δραστηριοποιείται στην περιοχή.
- 1902 Ο Ίων Δραγούμης τοποθετείται υποπρόξενος στο Μοναστήρι, όπου και προωθεί τα ελληνικά συμφέροντα στη περιοχή.
- 1903 Οργανώνεται στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο υπό τον δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη κατόπιν εκκλήσεων του Μητροπολίτη Γερμανού. Κρητικοί εθελοντές στη Μακεδονία. Πρώτος νεκρός του Αγώνα ο κρητικός οπλαρχηγός Γεώργιος Σεϊμένης στο Λέχοβο που κατακρεουργείται αν και καθηλωμένος στο κρεβάτι από τους κομιτατζήδες.
- 1904 ο Λάμπρος Κορομηλάς τοποθετείται πρόξενος στη Θεσσαλονίκη με νέες προβολές των ελληνικών επιδιώξεων. Σκοτώνεται σε μάχη στη Στάτιστα (σημερινό όνομα "Μελάς") των Κορεστίων ο Παύλος Μελάς. Ελληνικό στρατιωτικό τμήμα διέρχεται τη μεθόριο. Οι ελληνικές αρχές της Θεσσαλονίκης ενισχύουν και εξοπλίζουν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα.
- 1905 τα ελληνικά σώματα αποκρούουν σθεναρά βουλγαρικές επιθέσεις ακολουθώντας την τακτική των κλεφτών.
- 1906 ο Κορομηλάς επιζητεί την επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας με αποστολή στρατού. Τέσσερα ελληνικά ανταρτικά σώματα σε σύγκρουση με τον οθωμανικό στρατό διαλύονται.
- 1907 η Αγγλία ασκεί πολιτική πίεση απαιτώντας την περιστολή των ελληνικών δράσεων στη περιοχή. Η Ελληνική Κυβέρνηση σε δίλημμα. Η Τουρκία απαιτεί την απομάκρυνση του Λ. Κορομηλά από το Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Απομακρύνεται, αλλά το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών τον διορίζει Γενικό Επιθεωρητή των προξενείων της διευκολύνοντας με αυτό τον τρόπο ακόμα περισσότερο τη δράση του.
- 1908 Με την επανάσταση των Νεοτούρκων το Οθωμανικό κράτος παραχωρεί σύνταγμα και ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες. Ολοκληρώνεται ο Μακεδονικός Αγώνας με επιτυχία καταφέρνοντας να διατηρήσει τη συνοχή του Ελληνισμού της Μακεδονίας.
Οι Κομιτατζήδες διατήρησαν μια υποτυπώδη δραστηριότητα μετά το 1908 αλλά επανεμφανίστηκαν δυναμικά κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ως παραστρατιωτικές ομάδες υποστηρίζοντας τον βουλγαρικό στρατό στις επιχειρήσεις του. Κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας προέβησαν σε νέες θηριωδίες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής υπό την πλήρη ανοχή των επίσημων βουλγαρικών αρχών και του τακτικού βουλγαρικού στρατού ο οποίος και τις εξόπλιζε, όπως η καταστροφή των Σερρών και του Δοξάτου (ήταν η πρώτη φορά). Επισήμως ενώ ο βουλγαρικός στρατός γενικά χρέωσε στο κομιτάτο τις σφαγές, ως ενέργειες άτακτων σωμάτων λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου ενσωμάτωσε τις μονάδες αυτές αυτούσιες στον τακτικό βουλγαρικό στρατό. Αυτό ήταν και το ενδεικτικό τέλος της ιστορίας των ενόπλων τμημάτων της "Εσωτερικής Επαναστατικής Μακεδονικής Οργάνωσης -IMRO-".
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων αλλά και του καθενός ξεχωριστά με τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση. Το 1912, μετά την επιτυχία της Αλβανικής επανάστασης οι Σέρβοι επειγόμενοι να προλάβουν τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υποχώρησαν στις μαξιμαλιστικές βουλγαρικές απαιτήσεις επί της διανομής της Μακεδονίας και προχώρησαν από κοινού στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο αργότερα και στην εισδοχή της Ελλάδας στη συμμαχία ολοκληρώνοντας έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Λονδίνου (1913) που συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας-Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου.Με την έκρηξή του ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκης απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Το 1913 οι Βούλγαροι αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς εδάφη της Μακεδονίας αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος). Μετά την συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα καιΚαβάλα) στην Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε με αυτό το τρόπο τους εθνικούς της στόχους στη Μακεδονία.Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) δημιουργώντας μια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα προσάρτησε την νότια Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού, τη Νότια Ήπειρο και την Κρήτη.
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων αλλά και του καθενός ξεχωριστά με τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση. Το 1912, μετά την επιτυχία της Αλβανικής επανάστασης οι Σέρβοι επειγόμενοι να προλάβουν τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υποχώρησαν στις μαξιμαλιστικές βουλγαρικές απαιτήσεις επί της διανομής της Μακεδονίας και προχώρησαν από κοινού στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο οδήγησε λίγο αργότερα και στην εισδοχή της Ελλάδας στη συμμαχία ολοκληρώνοντας έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Λονδίνου (1913) που συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας-Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου.Με την έκρηξή του ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκης απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Το 1913 οι Βούλγαροι αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από αυτούς εδάφη της Μακεδονίας αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος). Μετά την συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα καιΚαβάλα) στην Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε με αυτό το τρόπο τους εθνικούς της στόχους στη Μακεδονία.Ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) δημιουργώντας μια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα προσάρτησε την νότια Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού, τη Νότια Ήπειρο και την Κρήτη.
Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων δεν επέφερε ως άμεσο κέρδος τη Μακεδονία επειδή μεσολάβησε το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το οποίο μετά την επικράτησή του οδήγησε στην απώλεια πολλών κεκτημένων των μειονοτήτων, εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές[17] που αποτέλεσαν αργότερα την Ελληνική Μακεδονία. Η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων αξιωματικών από τον πόλεμο του 1897 ανακτήθηκε[18].
Η Πιερία έδωσε το παρόν της και στο Μακεδονικό Αγώνα, κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων όσο και κατά της προπαγάνδας των Ρουμάνων, οι οποίοι συμμάχησαν με τους Τούρκους και είχαν αρχηγό τον Τσάμη.
Τον Ιούλιο του 1896 αποβιβάστηκε στο Ελευθεροχώρι Πιερίας ο Αθανάσιος Μπρούφας, παλαιός αρματολός από την Ήπειρο, ο οποίος ξεκίνησε για τα Πιέρια και το Βέρμιο.
Παράλληλα, για να ασκήσουν πιέσεις στη Διεθνή Κοινότητα για επίλυση του θέματος της απελευθέρωσης της Μακεδονίας , οι λήσταρχοι (καπετάν Νίκος, Ναούμ και άλλοι) αιχμαλωτίζουν ξένους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Τέτοιες ενέργειες μπορούν να εκληφθούν η απαγωγή του Άγγλου Συνταγματάρχη Σιγκ το 1880 από τον Καπετάν Νίκο, στην Κατερίνη και η σύλληψη του Αρίφ Μπέη, δημάρχου Θεσσαλονίκης, ενώ κατευθυνόταν προς τη Λάρισα, όπου είχε τα τσιφλίκια του. Ο Καπετάν Ματαπάς με την οργάνωση Εθνικής Επιτροπής στην Κατερίνη με συμμετοχή και 3.000 Κρητικών στις μάχες και ο Παρθένιος Βαρδάκας, ο οποίος έκλεισε το 1904 το ρουμανικό σχολείο στην Κατερίνη, συντονίζουν τον Αγώνα. Παρά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Παρθένιου, από εθνικιστές Τουρκαλβανούς, ο Αγώνας πέτυχε και το 1912 έμελε να είναι η χρονιά που θα απελευθερωνόταν η Κατερίνη. Στον αγώνα αυτό συνέβαλαν και τα καράβια του Λιτοχώρου τα μικρά που μπαίναν στον Λουδία.
Ο Μιχαήλ Αναγνωστάκης, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Καπετάν Ματαπάς, ήταν ένδοξος Μακεδονομάχος, με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Έδρασε στις αρχές του 20ου αιώνα. Επιλέχθηκε από το Εθνικό Κέντρο για την οργάνωση και το συντονισμό του Μακεδονικού Αγώνα στην Πιερία. Το έργο του ευοδώθηκε με τη μεγάλη προσφορά του ιδίου και των συνεργατών του, όπως ο Μητροπολίτης Παρθένιος Βαρδάκας. Για να προκαλέσει σύγχυση στους κατακτητές, υπηρέτησε ως ψευδομοναχός με το όνομα παπα-Χρήστος στη Γουμένισσα. Διακρίθηκε επίσης για τη γενναιότητά του στις συμπλοκές με τους Βουλγάρους κομιτατζήδες στη λίμνη των Γιαννιτσών (Βάλτος). Ο Ματαπάς ενίσχυσε τα ελληνικά σώματα από την Πιερία μέχρι τη Χαλκιδική. Το 1912 ανέλαβε αρχηγός των προσκόπων στην Πιερία, μαζί με τον Αλέξανδρο Ζάννα. Υποχρέωσε τον αρχηγό της 7ης Μεραρχίας Κλεομένη Κλεομένους να επισπεύσει την απελευθέρωση της Κατερίνης, η οποία συντελέστηκε στις 16 Οκτωβρίου 1912.
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική, της Νάουσσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το 1822 καθώς και η αποτυχημένη Επανάσταση του Λιτοχώρου το 1878 είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους. [4] Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Βασιλείου, μόνιμη επιδίωξη των Ελλήνων ήταν η τύχη των υπόδουλων που ήταν υπό τον Οθωμανικό ζυγό.
Καπετάν Ματαπάς
Ο Μιχαήλ Αναγνωστάκης, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Καπετάν
Ματαπάς, ήταν ένδοξος Μακεδονομάχος, με καταγωγή από την Πελοπόννησο. Έδρασε
στις αρχές του 20ου αιώνα. Επιλέχθηκε από το Εθνικό Κέντρο για την οργάνωση και
το συντονισμό του Μακεδονικού Αγώνα στην Πιερία. Το έργο του ευοδώθηκε με τη
μεγάλη προσφορά του ιδίου και των συνεργατών του, όπως ο Μητροπολίτης Παρθένιος
Βαρδάκας. Για να προκαλέσει σύγχυση στους κατακτητές, υπηρέτησε ως ψευδομοναχός
με το όνομα παπα-Χρήστος στη Γουμένισσα. Διακρίθηκε επίσης για τη γενναιότητά
του στις συμπλοκές με τους Βουλγάρους κομιτατζήδες στη λίμνη των Γιαννιτσών
(Βάλτος). Ο Ματαπάς ενίσχυσε τα ελληνικά σώματα από την Πιερία μέχρι τη
Χαλκιδική. Το 1912 ανέλαβε αρχηγός των προσκόπων στην Πιερία, μαζί με τον
Αλέξανδρο Ζάννα. Υποχρέωσε τον αρχηγό της 7ης Μεραρχίας Κλεομένη Κλεομένους να
επισπεύσει την απελευθέρωση της Κατερίνης, η οποία συντελέστηκε στις 16
Οκτωβρίου 1912.
Οι Μακεδονομάχοι του Καπετάν-Κόρακα
Μάχη του Σαραντάπορου
Η Μάχη του Σαρανταπόρου ή μάχη των στενών της Πέτρας αποτελεί την πρώτη πολεμική επιχείριση της Ελλάδας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Έλαβε χώρα στις 9 Οκτωβρίου του 1912 στα Στενά του Σαραντάπορου. Μετά τη σύγκρουση της πρώτης μέρας, οι τουρκικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν προς ταΣέρβια, αφήνοντας στα χέρια του ελληνικού στρατού αρκετό υλικό και λίγους αιχμαλώτους. Οι ελληνικές δυνάμεις έπειτα από ισχυρή αντίσταση των τουρκικών δυνάμεων, πέτυχαν μια σημαντική νίκη η οποία άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ 1912
Στις 16 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την Κατερίνη και η τελευταία μάχη που δόθηκε ήταν στο Κολοκούρι (σημερινός Σβορώνος). Εκεί δέχτηκε αιφνιδιαστική επίθεση μια μονάδα του 20ου Συντάγματος. Σκοτώθηκαν ηρωικά ο Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος, Διοικητής του 20ου Συντάγματος, ο Υπολοχαγός (ΠΖ) Δημήτριος Νίκας και ο 17χρονος εθελοντής από την Κρήτη Κονταξάκης, ο οποίος μάλιστα είχε καταταγεί με ψευδή στοιχεία ονοματεπωνύμου και ηλικίας . Στις συγκρούσεις που προηγήθηκαν τις απελευθέρωσης σκοτώθηκαν πολεμώντας ηρωικά και περίπου 20 ακόμα άτομα, σύμφωνα με κάποιες πηγές. Στον τόπο που έπεσαν ο Σβορώνος και οι υπόλοιποι πολεμιστές ανεγέρθηκε μνημείο. Την ημέρα της σύγκρουσης του ελληνικού στρατού με τον τουρκικό στο Κουλουκούρι, ο κάτοικος της Κατερίνης Χρήστος Ξηρομερίτης μαζί με φίλους του αγωνιστές εξουδετέρωσε την τουρκική φρουρά , η οποία στεγαζόταν στην Περιοχή του Αγίου Φωτίου.
Η απελευθέρωση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην Αικατερίνη. Ο τουρκικός στρατός ήδη από τη νύχτα της 15 προς 16 Οκτωβρίου είχε εγκαταλείψει την Κατερίνη. Την Τρίτη, στις επτά και μισή το πρωί της 16ης Οκτωβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη. Ο τουρκικός στρατός υποχώρησε προς τοΚίτρος και η καταδίωξή του συνεχίστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις. Η διοίκηση της Κατερίνης παραδόθηκε από το στρατό στο Γεώργιο Λαναρίδη, από το Λιβάδι Ολύμπου. Αμέσως μετά την απελευθέρωση τελέστηκε δοξολογία από το Μητροπολίτη Παρθένιο, στο Ναό της Θείας Αναλήψεως. Πολλοί από τους αγωνιστές του Ολύμπου έλαβαν μέρος αργότερα στο Μακεδονικό Αγώνα (1902-1908) και έζησαν ως λησταντάρτες στα ορεινά της Πιερίας. Ένας τέτοιος οπλαρχηγός ήταν ο Θεόδωρος Γκούτας, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη στις 7 Ιανουαρίου 1913 στο χωριό Λάζαινα, κοντά στο Μπιζάνι.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης [Επεξεργασία]
Στις 18 Οκτωβρίου 1912 το ελληνικό τορπιλοβόλο αρ.11 με κυβερνήτη τον ΥποπλοίαρχοΝικόλαο Βότση με τη συνδρομή Λιτοχωριτών ναυτικών μπήκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης απαρατήρητο κάτω από την μύτη των πυροβολείων του Καρα-μπουρνού ανατίναξε με δύο τορπίλες το γερασμένο Τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» το οποίο με τις μεγάλου βεληνεκούς πυροβολαρχίες του είχε αναλάβει την προστασία της πόλης από ξηράς και θαλάσσης. Το γεγονός αυτό είχε σημαντική επίδραση στο ηθικό των αμυνομένων Τούρκων και επηρέασε την απόφαση τουΤαξίν Πασά να παραδώσει την πόλη στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό.
Την νύχτα της 26 Οκτωβρίου-27 Οκτωβρίου 1912 οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό. Την επόμενη ημέρα (27 Οκτωβρίου) υπογράφηκε συμπληρωματικό πρωτόκολλο με το οποίο παραδίνονταν στους Έλληνες, όλη η φρουρά της Θεσσαλονίκης η οποία ανέρχονταν σε 25.000 στρατιώτες και 1.000 αξιωματικούς με όλο τον βαρύ και ατομικό οπλισμό τους και το απόγευμα μπήκαν στην πόλη δύο ευζωνικά τάγματα της Ζ' μεραρχίας, ενώ οι Α', Β', Γ', Δ' μεραρχίες με την υπόλοιπη δύναμη της Ζ' έλαβαν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη. Βάσει του πρωτοκόλλου παράδοσης όλοι οι Οθωμανοί Αξιωματικοί θα κρατούσαν τον οπλισμό τους. Επίσης οπλισμένη θα παρέμενε η Οθωμανική χωροφυλακή, για την διατήρηση της Τάξης.
Σύγχρονα Χρόνια της Πιερίας
Μετά την απελευθέρωση 1912 η Κατερίνη έγινε Δήμος. Το 1920-1930 η Κατερίνη αποτέλεσε Κοινότητα. Το 1931 ανεγέρθηκε η Δημοτική Αγορά της Κατερίνης. Τη δεκαετία αυτή , με την έλευση των προσφύγων, διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της πόλης. Το 1944 ιδρύθηκε και το Γενικό Νοσοκομείο της πόλης.
Κατερίνη-πληθυσμός
Το 1806 ο William Leake αναφέρει 100 οικίες και το 1810 ο Daniel κάνει λόγο για 140. Το 1812, το 1880 και το 1890 ο αριθμός των οικιών είναι σταθερός (300) σύμφωνα με τις αντίστοιχες αναφορές του Henry Holland και του Επισκόπου Κίτρους, Νικολάου. Ειδικότερα, το 1890 αναφέρονται (Στατιστικοί Πίνακες του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης), 300 οικίες και 700 διαχειμαζόντες Βλαχολιβαδιώτες.